- ἀλυκτοπέδη
- ἀλυκτοπέδαιbondsfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλυκτοπέδη — ἀλυκτοπέδη, η (Α) συνήθως στον πληθ. αἱ ἀλυκτοπέδαι δεσμά που θλίβουν, καταπιέζουν, ενοχλούν κατ’ άλλους δεσμά άλυτα, άθραυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. με β΄ συνθετικό τη λ. πέδη «πέδικλον, εμπόδιο». Το α΄ συνθετ. τής λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας… … Dictionary of Greek
ἀλυκτοπέδῃ — ἀλυκτοπέδαι bonds fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
лузнуть — ударить, хлестнуть . Вероятно, от лузгать (см. лузга); ср. Бернекер 1, 747. Менее убедительно сравнивают русск. слово с лит. laužti, laužiu ломать , lūžti, lūžtu ломаться , д. в. н. liohhan тащить, драть , греч. λυγρός печальный, несчастный ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
луста — ломоть, кусок (хлеба) , луста шелуха, кожура , укр., блр. луста ломоть, тонкий слой . Возм., родственно лит. lùstas ломоть хлеба , наряду с lùkštas шелуха, кожура, скорлупа , далее сюда же луска, луспа, лузга; см. Буга, РФВ 65, 318; 71, 470;… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… … Dictionary of Greek